- ἀστακτί
- ἀστακτ-ί, Adv. of sq.,A not in drops, i.e. in floods, S. (who has -ῑ in OC1646,
-ῐ 1251
), Pl.Phd.117c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ῐ 1251
), Pl.Phd.117c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστακτί — not in drops indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσταχτος — η, ο (Α ἄστακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν στάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νερού, ο αστάλαχτος αρχ. Ι. εκείνος που έχει αδιάκοπη ροή, που ρέει με αφθονία II. επίρρ. ἀστακτί όχι σταλαματιά σταλαματιά, με άφθονη δηλαδή ροή … Dictionary of Greek
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek